- τούρλωμα
- τό1) нагромождение кучей, складывание горкой; 2) надувание, выпячивание (живота, груди)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τούρλωμα — το, ατος 1. συσσώρευση σε σχήμα λόφου: Το τούρλωμα της κοπριάς των ζώων. 2. διόγκωση, εξόγκωση, φούσκωμα: Τούρλωμα του στήθους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούρλωμα — το, Ν [τουρλώνω] το να τουρλώνει κάτι, η πράξη και το αποτέλεσμα τού τουρλώνω … Dictionary of Greek